- ὑφάνσεως
- ὑφάνσεω̆ς , ὕφανσιςweavingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλατζάς — ο (Υφαντ.) 1. βαμβακερό ύφασμα, συνήθως δίχρωμο, χοντρό και χαμηλής ποιότητας 2. το απλούστερο σχέδιο υφάνσεως στο οποίο οι κλωστές τού στημονιού (κλωστές κατά μήκος τού υφάσματος) και τού υφαδιού ή κρόκης (κλωστές κατά πλάτος τού υφάσματος)… … Dictionary of Greek
δίστιχος — η, ο (AM δίστιχος, ον) [στίχος] 1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον) φρ. «ελεγειακό δίστιχο» επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο… … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
κάμποτ — το (ακλ.) είδος αλεύκαστου βαμβακερού υφάσματος απλής υφάνσεως, το οποίο χρησιμοποιείται για εσώρουχα ή σεντόνια, αλλ. καλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cabot] … Dictionary of Greek
καβάδι — το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν] 1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι 2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί… … Dictionary of Greek
υφαντήριο — το, Ν 1. εργαστήριο κατασκευής υφασμάτων 2. αίθουσα υφάνσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντής + κατάλ. τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφαντήριον, μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Αθήναιον] … Dictionary of Greek